- ενεύχομαι
- ἐνεύχομαι (Α)1. εκφράζω ευχή, επιθυμία2. επικαλούμαι, παρακαλώ, ικετεύω3. εξορκίζω κάποιον να κάνει κάτι επικαλούμενος θεία βοήθεια(«ἐνεύχομαί σοι τήν Ἀφροδίτην μή ἀποκνήσῃς», πάπ.)
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνεύχομαι — ἐν εὔχομαι pray pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek